- κοινονοημοσύνη
- κοινονοημοσύνη, ἡ (Α)σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινονοημοσύνη — regard for the feelings of others fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SENSUS Communis — apud Iuvenalem Sat. 8. v. 71. Haec satis ad iuvenem, quem nobis fama superbum Tradit et inflatum plerumque Nerone propinquô: Rarus enim ferme sensus communis in illa Fortuna idem est cum κοινονοημοσύνῃ Marci Imperatoris modestâ nempe illâ,… … Hofmann J. Lexicon universale
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek